- χύσιμο
- το, -ατος1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χύνω, χύση, εκβολή, τρέξιμο.2. το λιώσιμο μετάλλων, κεριού κ.ά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χύσιμο — το, Ν 1. χύση 2. εκσπερμάτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυσ τού αορ. έ χυσ α τού χύνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. βράσ ιμο)] … Dictionary of Greek
νομισματοκοπείο — Ίδρυμα όπου κατασκευάζονται τα νομίσματα ή απευθείας από το κράτος ή για λογαριασμό του και υπό τον έλεγχό του. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για την κοπή των νομισμάτων ήταν το χύσιμο και η σφυρηλάτηση. Το χύσιμο χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
έκχυση — η (AM ἔκχυσις) χύσιμο προς τα έξω, ξεχύσιμο νεοελλ. 1. εκροή, έκρυση, εκβολή (ποταμού) 2. μτφ. διάχυση, περιπαθής εκδήλωση μσν. (για ευεργέτημα) προσφορά, παροχή αρχ. 1. χύσιμο αίματος 2. οχετός 3. (για πύον) διάχυση … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
μονοτυπία — Σύστημα μηχανικής στοιχειοθεσίας με μεμονωμένα στοιχεία, που αποτελείται από δυο χωριστά μέρη: τη μηχανή με τα πλήκτρα και το χυτήριο. Στην πρώτη ο στοιχειοθέτης κτυπά το κείμενο έχοντας στη διάθεση του, για το ίδιο στοιχείο, διαφορετικά πλήκτρα… … Dictionary of Greek
έγχυμα — το (AM ἔγχυμα) (για φάρμακο) αυτός που χύνεται μέσα σε κάποιο όργανο αρχ. (για δοχείο) 1. το χύσιμο υγρού σε δοχείο 2. είδος γλυκίσματος … Dictionary of Greek
έκχυμα — το (AM ἔκχυμα) αυτό που χύθηκε, έκχυση, χύσιμο («αἵματος ἔκχυσις» αιματοχυσία) μσν. μτφ. ξεχείλισμα («ἔκχυμα ψυχῆς» η έκχυση τής ψυχής προς τα έξω, το ξεχείλισμα τής ψυχής) … Dictionary of Greek
αιματώνω — (Α αἱματῶ, όω) 1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα 2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τόν πληγώνω 3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου 4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν τό ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
διέκχυση — η (Μ διέκχυσις) [διεκχέω] το χύσιμο έξω από κάτι, το ολοκληρωτικό άδειασμα μσν. 1. (για μυρωδιές) ανάδοση 2. (για πλήθος) διασπορά σε διάφορες κατευθύνσεις, διασκόρπιση … Dictionary of Greek